ἐνθύμησις

ἐνθύμησις
ἐνθύ̱μησις , ἐνθύμησις
consideration
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐνθυμήσει — ἐνθῡμήσει , ἐνθύμησις consideration fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐνθῡμήσεϊ , ἐνθύμησις consideration fem dat sg (epic) ἐνθῡμήσει , ἐνθύμησις consideration fem dat sg (attic ionic) ἐνθυμέομαι lay to heart fut ind mp 2nd sg ἐνθῡμήσει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθυμήσεις — ἐνθῡμήσεις , ἐνθύμησις consideration fem nom/voc pl (attic epic) ἐνθῡμήσεις , ἐνθύμησις consideration fem nom/acc pl (attic) ἐνθῡμήσεις , ἐνθυμέομαι lay to heart aor subj act 2nd sg (epic) ἐνθῡμήσεις , ἐνθυμέομαι lay to heart fut ind act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Валентин и валентиниане — Валентин, самый значительный гностический философ и один из гениальнейших мыслителей всех времен, родом из Египта, жил в первой половине II го века; прибыл в Рим при папе Гигине в 140 г., стал знаменит при Пие I и дожил до времени папы Аникиты.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ενθύμηση — και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι] σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.) νεοελλ. 1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου») 2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ 3. πληθ. (παλαιογρ.) οι …   Dictionary of Greek

  • κακενθυμησία — κακενθυμησία, ἡ (Μ) κακή ενθύμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ἐνθύμησις] …   Dictionary of Greek

  • ՄԻՏ — (մտի, զմտաւ. ՄԻՏՔ մտաց, մտօք.) NBH 2 0281 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. ՄԻՏ ՄԻՏՔ. νοῦς mens διάνοια , ἕννοια, νόημα cogitatio, intellectus φρήν ingenium ἑνθύμησις φρόνησις… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἐνθυμήσεσι — ἐνθῡμήσεσι , ἐνθύμησις consideration fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθυμήσεσιν — ἐνθῡμήσεσιν , ἐνθύμησις consideration fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθυμήσεων — ἐνθῡμήσεω̆ν , ἐνθύμησις consideration fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθυμήσεως — ἐνθῡμήσεω̆ς , ἐνθύμησις consideration fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”